εκβαίνω

εκβαίνω
και βγαίνω (AM ἐκβαίνω)
1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.)
2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ
3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» — ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού
μσν.
(για νερό) αναβλύζω
αρχ.-μσν.
αναδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. βγαίνω από τη θάλασσα
3. ανεβαίνω προς τα έξω, προς τα πάνω
4. απέρχομαι, φεύγω, απομακρύνομαι (α. «ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῡ σώματος», Πλάτ.
β. «ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικής ἁρμονίας», Αριστ.)
5. αποσύρομαι, αποχωρώ («ἐκ τῆς νομοθεσίας αὐτός τε ἐκβαίνοι», Πλάτ.)
6. εγκαταλείπω
7. υπερβαίνω, παραβαίνω
8. (για προϊόντα γης) παράγομαι
9. αποβαίνω
10. (για προφητείες κ.λπ.) εκπληρώνομαι
11. ξεφεύγω από τα όρια
12. εκτείνομαι πέρα από ένα όριο, προεξέχω
13. τελειώνω
14. φθάνω ώς ένα σημείο
15. (για λόγο) φεύγω από το κυρίως θέμα, κάνω παρέκβαση
16. συμβαίνω
17. προκύπτω από κάτι
18. αποβιβάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐκβαίνω — step out of pres subj act 1st sg ἐκβαίνω step out of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαίνετον — ἐκβαίνω step out of pres imperat act 2nd dual ἐκβαίνω step out of pres ind act 3rd dual ἐκβαίνω step out of pres ind act 2nd dual ἐκβαίνω step out of imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαίνετε — ἐκβαίνω step out of pres imperat act 2nd pl ἐκβαίνω step out of pres ind act 2nd pl ἐκβαίνω step out of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαίνῃ — ἐκβαίνω step out of pres subj mp 2nd sg ἐκβαίνω step out of pres ind mp 2nd sg ἐκβαίνω step out of pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβήσῃ — ἐκβαίνω step out of aor subj act 3rd sg ἐκβαίνω step out of aor subj mid 2nd sg (epic) ἐκβαίνω step out of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαινόντων — ἐκβαίνω step out of pres part act masc/neut gen pl ἐκβαίνω step out of pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαῖνον — ἐκβαίνω step out of pres part act masc voc sg ἐκβαίνω step out of pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαίνει — ἐκβαίνω step out of pres ind mp 2nd sg ἐκβαίνω step out of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαίνομεν — ἐκβαίνω step out of pres ind act 1st pl ἐκβαίνω step out of imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβαίνοντα — ἐκβαίνω step out of pres part act neut nom/voc/acc pl ἐκβαίνω step out of pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”